πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
-ή, -ό (Α ὀρθοπνοϊκός, -ή, -όν) ορθόπνοια1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθόπνοια2. αυτός που πάσχει από ορθόπνοια.