ορθοπνοϊκός

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀρθοπνοϊκός, -ή, -όν) ορθόπνοια
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορθόπνοια
2. αυτός που πάσχει από ορθόπνοια.