ορθόπους
Greek Monolingual
ὀρθόπους, -ουν (Α)
1. αυτός που στέκεται ή βαδίζει σωστά
2. ανηφορικός, απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].
ὀρθόπους, -ουν (Α)
1. αυτός που στέκεται ή βαδίζει σωστά
2. ανηφορικός, απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].