ορκοπάτης

Greek Monolingual

ο
αυτός που παραβαίνει τον όρκο του, επίορκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρκος + -πάτης (< πατώ), πρβλ. νυχτο-πάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Αδ. Κοραή].