ορκωμοσία

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὁρκωμοσία) ορκωμότης
η παροχή ένορκης διαβεβαίωσης, ορκοδοσία
νεοελλ.
φρ. «ορκωμοσία δημοσίων υπαλλήλων» — ένορκη υπόσχεση που δίνεται από εκείνους οι οποίοι πρόκειται να αναλάβουν δημόσια υπηρεσία σχετικά με την τήρηση τών νόμων και την ευσυνείδητη εκτέλεση τών καθηκόντων τους.