ορνεοθυσία

Greek Monolingual

ὀρνεοθυσία, ἡ (ΑΜ)
η θυσία πτηνών με σκοπό την συναγωγή προβλέψεων για το μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + θυσία.