Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οροσειρά
Greek Monolingual
η σειρά συνεχόμενων ορέων, μεγάλη σύνθετη ράχη ή αλληλουχία ράχεων του γήινου φλοιού που έχουν σαφή σχέση και αποτελούν μια αρκετά συνεχή και συμπαγή ενότητα. [ΕΤΥΜΟΛ.<όρος (ΙΙ) +σειρά. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 σον Ν. Θ. Σχινά].