αλληλουχία

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339

Greek Monolingual

η (Α ἀλληλουχία)
ο σύνδεσμος με τα προηγούμενα και τα επόμενα, συνοχή, συνάφεια, επαλληλία
νεοελλ.
(ειδικά) αιτιώδης σχέση και εξάρτηση, λογική σχέση, συνειρμός, συνέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλοῦχος, βλ. ἀλληλοῦχοι.