αλληλουχία
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
η (Α ἀλληλουχία)
ο σύνδεσμος με τα προηγούμενα και τα επόμενα, συνοχή, συνάφεια, επαλληλία
νεοελλ.
(ειδικά) αιτιώδης σχέση και εξάρτηση, λογική σχέση, συνειρμός, συνέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλοῦχος, βλ. ἀλληλοῦχοι.