ορυκτέλαιο

Greek Monolingual

το
(χημ. τεχνολ.) γενικός χαρακτηρισμός υδρογονανθράκων και τών μιγμάτων τους που έχουν άμεση φυσική προέλευση αλλά συνηθέστερα είναι προϊόντα απόσταξης του πετρελαίου και που χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία ως λιπαντικά, ως διηλεκτρικά και σε πολλές άλλες εφαρμογές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. του αγγλ. mineral oil].