ορχεοειδή

Greek Monolingual

τα
βοτ. άλλη ονομασία της οικογένειας ορχεΐδες, που χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο της τάξης ορχιδώδη, αλλ. ορχιοειδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Ι. Σκυλίσση].