ορχοτομώ

Greek Monolingual

ὀρχοτομῶ, -έω (ΑΜ)
ευνουχίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (ΙΙ) + συνδετικό φωνήεν -ο- + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμοτομώ].