οσημέραι

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁσημέραι)
επίρρ. από μέρα σε μέρα, καθώς περνούν οι μέρες, με τον καιρό
αρχ.
1. κάθε μέρα, καθημερινά («ὁσημέραι ἐξελαυνόντων τῶν ἱππέων», Θουκ.)
2. φρ. «δι' ἡμέρας ὁσημέραι» — όλη τη διάρκεια της ημέρας και κάθε μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὅσαι ἡμέραι].