ὁσημέραι
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
Adv. for ὅσαι ἡμέραι, as many days as are, i.e. daily, day by day, Th.7.27, Ar.Pl.1006, Pl.Lg.849d, Alex.28, Phld.Ir.p.61 W.; δι' ἡμέρας ὁ. all day and every day, Hermipp.4; ὁ. ἕως ἄν.. Lexap. D.24.23: divisim, ὅσαι ἡμέραι Hyp.Ath.19, Arist.Ath.43.3, Them. Or.15.192d (so in Od.14.93, ὅσσαι.. νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διός εἰσιν):—so ὅσα ἔτη, every year, X.Ath.3.4; ὁσέτη, Ar.Th.624; ὅσοι μῆνες, every month, D.24.142; ὅσαι ὧραι, every hour, Them.l. c., etc.
German (Pape)
[Seite 394] = ὅσαι ἡμέραι, soviel Tage wie sind, täglich, Tag für Tag (quotidie, = quotquot dies); Ar. Plut. 1007; Plat. Legg. VIII, 849 d; Ath. VIII, 331 c XV, 696 b; mit folgendem ἕως ἄν, Dem. 24, 33, im Gesetz; Luc. Nigr. 20 Hermot. 59.
French (Bailly abrégé)
adv.
chaque jour.
Étymologie: ὅσος, ἡμέρα.
Russian (Dvoretsky)
ὁσημέραι: adv. (= ὅσαι ἡμέραι) что ни день, ежедневно Arph., Plat., Dem., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὁσημέραι: Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ὅσαι ἡμέραι, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Λατ. quotidie, καὶ μὴν πρὸ τοῦ γ’ ὁσημέραι ... ἐπὶ τὴν θύραν ἐβάδιζεν ἀεὶ τὴν ἐμὴν Ἀριστοφ. Πλ. 1006, Θουκ. 7. 27, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36· οὐ παύσεται δι’ ἡμέρας ὁσημέραι τροχάζων, δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας καθ’ ἑκάστην, Ἕρμιππος ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1. 6· ὁσ. ἕως ἄν …, παρὰ Δημ. 707. 13· διῃρημένως, ὅσαι ἡμέραι Θεμίστ. 192D, (οὕτως ἐν Ὀδ. Ξ. 93, ὅσσαι. νύκτες τε καὶ ἡμέραι ἐκ Διὸς εἰσιν) οὕτως, ὅσα ἔτη ἢ ὁσέτη, Λατ. quotannis, Ἀριστοφ. Θεσμ. 624, Ξεν. Ἀθ. 3, 4· ὅσοι μῆνες, κατὰ μῆνα, ἕκαστον μῆνα, Δημ. 744. 25· ὅσαι ὧραι, πᾶσαν ὥραν, Θεμίστ. 192D, κτλ., ὅπερ φέρεται ὁσῶραι ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 339. 62· ἀλλὰ ὅσαι ὧραι αὐτόθι 92. 23· πρβλ. Γρηγόρ. Κορίνθου 64. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτέλους Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 114, 512.
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁσημέραι)
επίρρ. από μέρα σε μέρα, καθώς περνούν οι μέρες, με τον καιρό
αρχ.
1. κάθε μέρα, καθημερινά («ὁσημέραι ἐξελαυνόντων τῶν ἱππέων», Θουκ.)
2. φρ. «δι' ἡμέρας ὁσημέραι» — όλη τη διάρκεια της ημέρας και κάθε μέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὅσαι ἡμέραι].
Greek Monotonic
ὁσημέραι: επίρρ., αντί ὅσαι ἡμέραι, τόσες μέρες όσες είναι, δηλ. ημερησίως, μέρα με τη μέρα, Λατ. quotidie, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
[adverb for ὅσαι ἡμέραι]
as many days as are, i. e. daily, day by day, Lat. quotidie, Ar., Thuc., etc.
Lexicon Thucydideum
quotidie, every day, daily, 7.27.5, 8.64.3, [vulgo commonly ὅσαι ἡμέραι]