οσονούπω

Greek Monolingual

και όσον ούπω (Α ὁσονούπω)
επίρρ. εντός ολίγου, όπου νά 'ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσον, ουδ. της αντων. ὅσος + επίρρ. οὔπω.