ούπω

From LSJ

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source

Greek Monolingual

οὔπω και οὔ πω και ιων. τ. οὔκω)
επίρρ. όχι ακόμη, ακόμη δεν
νεοελλ.
φρ. α) «ούπω καιρός» — δεν είναι ακόμη ο καιρός
β) «όσον ούπω» — βλ. οσονούπω
αρχ.
(χρησιμοποιείται ως επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, διόλου.