οσσίχος

Greek Monolingual

ὁσσίχος, -η, -ον και ὅσσιχος, -ίχη, -ον (Α)
όσο μικρός ή όσο λίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσσος + υποκορ. κατάλ. -ιχος (πρβλ. μείλιχος)].