Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οστέινος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀστέϊνος, -ΐνη, -ον) [[οστέον / οστούν]] κατασκευασμένος από οστά, κοκάλινος, κοκαλένιος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η οστεΐνη οργανική ένωση η οποία αποτελεί τη θεμέλια ουσία του οστίτη ιστού.