κοκαλένιος

From LSJ

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506

Greek Monolingual

και κοκκαλένιος, -α, -ο και κοκ(κ)άλινος, -η, -ο (Μ κοκκαλένιος, -ια, -ιο) κόκαλο
ο κατασκευασμένος από κόκαλο, οστέινος.