κοκαλένιος

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source

Greek Monolingual

και κοκκαλένιος, -α, -ο και κοκ(κ)άλινος, -η, -ο (Μ κοκκαλένιος, -ια, -ιο) κόκαλο
ο κατασκευασμένος από κόκαλο, οστέινος.