οστέωμα

Greek Monolingual

το
ιατρ.
1. καλοήθης όγκος που αποτελείται από ώριμο οστίτη ιστό
2. φρ. α) «οστεοειδές οστέωμα» — οστέωμα που απαντά σε ορισμένα οστά
β) «περιγεγραμμένο μυϊκό οστέωμα» — οστέωμα που απαντά μέσα σε μυς και είναι αποτέλεσμα οστεοποίησης περιγεγραμμένου αιματώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteoma < ὀστέον / ὀστοῦν. Η λ., στον πληθ. ὀστεώματα, μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πετρίνη].