οστεοπάθεια

Greek Monolingual

η
ονομασία όλων γενικά τών παθήσεων τών οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osteopathy < ὀστέον / ὀστοῦν + -πάθεια (< -παθής < πάθος)].