οστοφάγος

Greek Monolingual

ὀστοφάγος, ὁ (Α)
οστοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον, αορ. β' του ἐσθίω «τρώω»)].