οστοθήκη
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
ὀστοθήκη, ἡ (Α)
θήκη οστών, σαρκοφάγος.
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
ὀστοθήκη, ἡ (Α)
θήκη οστών, σαρκοφάγος.