οστρακιά

Greek Monolingual

η
ιατρ. λοιμώδες μεταδοτικό επιδημικό νόσημα χαρακτηριζόμενο από γενικευμένο ζωηρό κόκκινο εξάνθημα, από εξάνθημα στο στόμα και στον φάρυγγα και απολέπιση της επιδερμίδας, ιδίως τών άκρων, κατά πλάκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακο + κατάλ. -ιά].