οὐλοθυτῶ, -έω (Α)
προσφέρω πλήρη ή τέλεια θυσία ή, κατά τον Ησύχ., πασπαλίζω με χονδροαλεσμένο κριθάρι το θύμα πριν από τη θυσία («οὐλοθυτεῖν
κριθὰς ἐπιχέειν τοῖς θύμασι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαί «κριθάρι που πασπάλιζαν στα ζώα πριν από τη θυσία» + -θυτῶ (< θύτης < θύω)].