-ιά, -ί1. αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού, γαλάζιος2. το ουδ. ως ουσ. το ουρανίτο γαλάζιο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανός + κατάλ. -ής (πρβλ. θαλασσής)].