Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οφίδιο
Greek Monolingual
και οφείδιο, το (Α ὀφίδιον και ὀφείδιον) όφις (υποκορ. του όφις) μικρό φίδι νεοελλ. στον πληθ.τα οφίδια υπόταξη λεπιδωτών ερπετών που περιλαμβάνει τα φίδια αρχ. είδος ψαριού.