ὀφείδιον
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
τό, v. ὀφίδιον.
German (Pape)
[Seite 424] τό, wie ὀφίδιον, dim. von ὄφις, richtigere Form.
Russian (Dvoretsky)
ὀφείδιον: τό змейка или змееныш Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφείδιον: (ἢ ὀφίδ- κατ’ Ἀττ. Ἐπιγρ.), τό, ὑποκορ. τοῦ ὄφις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 3, Στράβ. 706. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Λατ. ophidium, Πλίν. 32. 53· ― «ὄφις· ποιὸς ἰχθὺς» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 379.