ὀφθαλμοβόρος, -ον (Α)(για ένα είδος πτηνού) αυτός που βγάζει και κατατρώγει τα μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμοβόρος].