αιμοβόρος

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α αἱμοβόρος, -ον)
αυτός που τρέφεται με αίμα, που ρουφά αίμα
νεοελλ.
1. αιμοδιψής, αιμοχαρής, κακούργος
2. επιθετικός, άγριος
αρχ.
1. (για έντομα) αυτός που απομυζά αίμα
2. (για τα φίδια) αυτός που δεν χορταίνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -βορος < βορά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοβορία, αιμοβόρικος].

Translations

Belarusian: крыважэ́рны; Bulgarian: кръвожаден; Catalan: sanguinari; Chinese Mandarin: 嗜血; Czech: krvelačný, krvežíznivý; Danish: blodtørstig; Dutch: bloeddorstig, bloeddorstige; Esperanto: murdema, sangavida, sangosoifanta; Finnish: verenhimoinen; French: sanguinaire; Galician: sanguinario; German: blutrünstig, blutdürstig; Greek: αιμοβόρος, αιμοβόρικος, μοβόρικος, μοβόρος, αιμοσταγής, αιμοχαρής, αιματοβόρος; Ancient Greek: αἱματοπώτης, αἱματοπῶτις, αἱματορρόφος, αἱματοχαρής, αἱμηπότης, αἱμοβόρος, αἱμόδιψος, αἱμοπότης, αἱμοπότις, αἱμοχαρής, δαφοινήεις, δαφοινός, εἰαροπότης, ἐναιμής, ἠεροπότης, ὠμηστής; Gujarati: લોહીતરસ્યું; Hungarian: vérszomjas; Icelandic: morðóður, blóðþyrstur; Ido: sango-durstanta, sango-amanta, kruela; Indonesian: haus darah; Italian: sanguinario; Japanese: 血に飢える; Latin: sanguinans, sanguineus, cruentus; Macedonian: крволочен, крвожеден; Norwegian Bokmål: blodtørstig; Nynorsk: blodtørstig; Old English: blōdiġ, blōdrēow; Polish: krwiożerczy, żądny krwi; Portuguese: encarniçado, encarniçada, sanguinário, sanguinária, sanguinolento, sanguinolenta; Russian: свирепый, кровожадный; Serbo-Croatian Cyrillic: кр̏волочан, крвожедан; Roman: krvoločan, krvožedan; Slovak: krvilačný; Slovene: krvoločen; Spanish: sanguinario; Swedish: blodtörstig; Turkish: hunhar, kana susamış; Ukrainian: кровожерливий