Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οφθαλμολόγος
Greek Monolingual
ο, η γιατρόςειδικός στις παθήσεις τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmologiste (<οφθαλμός+ -λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Παδοβά].