οφθαλμοσκόπιο
Greek Monolingual
το
ιατρ. όργανο που χρησιμοποιείται για εξέταση του βυθού του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmoscope (< οφθαλμός + -σκόπιο < -σκόπος < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στο Ημερολόγιον Πανελλήνιος Σύντροφος].