οφθαλμόσαυρος

Greek Monolingual

ο
(παλαιοντ.) ιχθυοσαύριο ερπετό με πολύ μεγάλους οφθαλμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ophthalmosaurus (< οφθαλμός + σαύρα)].