οφιόμορφος

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀφιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατόμορφος].