οχλοάρεσκος
Greek Monolingual
ὀχλοάρεσκος, ὁ (Α)
αυτός που προσπαθεί να είναι αγαπητός στον λαό με κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + ἀρέσκω / ἀρέσκομαι].
ὀχλοάρεσκος, ὁ (Α)
αυτός που προσπαθεί να είναι αγαπητός στον λαό με κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + ἀρέσκω / ἀρέσκομαι].