Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οχυρωματικός
Greek Monolingual
-ή, -ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οχύρωση ή αυτός που συντελεί στην οχύρωση («οχυρωματικά έργα»). [ΕΤΥΜΟΛ.<οχύρωμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Β. Σαπουντζάκη].