οψοδόκη

Greek Monolingual

ὀψοδόκη, ἡ (Α)
η οψοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόκη].