οψοφαγώ

Greek Monolingual

ὀψοφαγῶ, -έω (Α) οψοφάγος
1. τρώω χωρίς ψωμί φαγητά που τρώγονται συνήθως μαζὶ με ψωμί, είμαι λαίμαργος
2. τρώω εκλεκτά φαγητά.