(οἶος) in part. οἰῶντα· μονάζοντα, Hsch.
[Seite 297] = μονάζω, Gramm.
οἰάω: μονάζω, ἐκ τοῦ οἶος = μόνος, Ἡσύχ. - ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 113.
οἰάω (Ι) [[[οίος]] (Ι)](κατά τον Ησύχ.) «οἶός εἰμί, μονάζω».