οἰκείως

English (Woodhouse)

intimately, in a friendly way, in friendly way, on friendly terms

French (Bailly abrégé)

adv.
familièrement : οἰκείως ἔχειν τινί, πρός τινα ou χρῆσθαί τινι οἰκείως XÉN avoir avec qqn des relations familières ou intimes;
Cp. οἰκειότερον, Sp. οἰκειότατα.
Étymologie: οἰκεῖος.

Russian (Dvoretsky)

οἰκείως:
1 подходящим образом, как следует (λέγεσθαι Plat.);
2 благожелательно, дружественно (διακεῖσθαί τινι Xen. и πρός τι Polyb.);
3 по-дружески, по-приятельски, запросто (ἔχειν πρός τινα Thuc.; χρῆσθαί τινι Polyb.; διαλέγεσθαί τινι Thuc.).

Greek Monotonic

οἰκείως: βλ. οἰκεῖος: φιλικά, με οικειότητα, σε Θουκ., Ξεν. προσφιλώς, ευπειθώς, με τον πρέποντα, δέοντα τρόπο, στον ίδ.

Lexicon Thucydideum

apte, convenienter, suitably, fittingly, 2.60.6,
familiariter, intimately, closely, 6.57.2.