οἰκοδέσποινα
English (LSJ)
ἡ, mistress of a family, SIG985.52 (Philadelphia, i B. C.), Phintys ap.Stob.4.23.61, Babr.10.5, Plu. 2.613a.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
maîtresse de maison.
Étymologie: οἶκος, δέσποινα.
German (Pape)
ἡ, Hausherrin, Hausfrau; Thean. bei Poll. 10.21, der das Wort verwirft; Phintys bei Stob. fl. 74.61 E.; Plut. Symp. 1.1.1.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοδέσποινα: ἡ хозяйка дома Babr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδέσποινα: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ δέσποινα τοῦ οἴκου, ἡ οἰκοκυρά, Φίντυς παρὰ Στοβ. 445. 27, Βαβρ. 10. 5, Πλούτ. 2. 612F.
Greek Monolingual
η (Α οικοδέσποινα)
η κυρία του σπιτιού, η νοικοκυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέσποινα.