οἰκτειρέω

English (LSJ)

or οἰκτηρέω, v. οἰκτίρω.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτειρέω: μεταγενέστ. τύπος τοῦ οἰκτείρω, ἀλλ’ ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ μέλλοντι οἰκτειρήσω Σχόλ. Ὀδ. Δ. 740, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΑ΄, 13, 14), Καιν. Διαθ.: ἀόρ. ᾠκτείρησσα Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 353· παθ. ἀόρ. οἰκτειρηθῆναι αὐτόθι. 637. - Ἐντεῦθεν οἰκτείρημα, τό, = οἰκτιρμός, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΗ΄, 3), Καιν. Διαθ.· οἰκτείρησις, εως, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. Πρβλ. Λοβ. Φρύν. 741.

Greek Monotonic

οἰκτειρέω: μέλ. -ήσω, μεταγεν. τύπος του οἰκτείρω, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

οἰκτειρέω, fut. -ήσω later form of οἰκτείρω, NTest.]

German (Pape)

Sp., = οἰκτείρω, im fut. und aor., vgl. Lobeck Phryn. 741.