οἰκτείρω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
Middle Liddell
οἶκτος [Pass., only in pres. and impf.]
1. to pity, feel pity for, have pity upon, c. acc., Il., Hdt., Attic:— οἰκτ. τινά τινος to pity one for or because of a thing, Aesch.:—also c. acc. rei, Ar.
2. c. inf., οἰκτ. νιν λιπεῖν I am sorry to leave her, Soph.
French (Bailly abrégé)
impf. ᾤκτειρον, f. οἰκτερῶ, ao. ᾤκτειρα, pf. inus.
Pass. seul. prés.
avoir pitié ou compassion de, plaindre : τινά τινος, τινά τινος ἕνεκα, ἐπί τινι, qqn à cause de qch ; Pass. être un objet de compassion.
Étymologie: οἶκτος.
English (Autenrieth)
(οἶκτος), aor. ᾤκτειρε: pity. (Il.)
English (Strong)
also (in certain tenses) prolonged oiktereo from oiktos (pity); to exercise pity: have compassion on.
English (Thayer)
future (as if from οἰκτειρέω, a form which does not exist) as in the Sept. οἰκτειρήσω, for the earlier οἰκτείρω, see Lob. ad Phryn., p. 741; (Veitch, under the word; Winer's Grammar, 88 (84); Buttmann, 64 (56)); (from οἶκτος pity, and this from the interjection οἱ, "Oh!); to pity, have compassion on": τινα, Homer, Tragg., Aristophanes, Xenophon, Plato, Demosthenes, Lucian, Plutarch, Aelian; the Sept. for חָנַן and רָחַם). (Synonym: see ἐληω, at the end.)
German (Pape)
bemitleiden, bedauern, beklagen; τινά, Il. 23.548 und öfter; Aesch. Ag. 1303 und öfter; auch τινά τινος, Jem. um Etwas, οἰκτείρω σε θεσφάτου μόρου, 1294, vgl. Suppl. 206; εἴ τι κἄμ' οἰκτείρετε, Soph. Phil. 1031, öfter; auch pass., ἀλλ' οὐκ ἐκ σέθεν ᾠκτείρεθ' οὗτος, El. 1404; oft auch Eur., z.B. τἀμὰ οἰκτείρας κακά, Suppl. 168; auch in Prosa, καὶ ἐλεεῖν τινα Plat. Euthyd. 288d, θεοὶ οἰκτείραντες τὸ τῶν ἀνθρώπων ἐπίπονον γένος Legg. II.653c; Xen. und Folgde; Sp. bilden das fut. auch οἰκτειρήσω, wie von οἰκτειρέω, welchesim praes. schwerlich vorkommt.
Russian (Dvoretsky)
οἰκτείρω: атт. οἰκτίρω (τῑ) (fut. οἰκτῐρῶ и οἰκτιῶ; aor. ᾤκτῑρα, ᾤκτειρα - ион. οἴκτειρα) жалеть, скорбеть, сочувствовать (ἐλεεῖν καὶ οἰ. τινά Plat.): οἰ. τινά τινος Aesch. или τινος ἕνεκα, ἐπί τινι Xen. и τι Arph. сочувствовать кому-л. в чем-л., жалеть кого-л. из-за чего-л.; οἰκτίρω δέ νιν λιπεῖν Soph. мне больно покинуть ее.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτείρω: (πρβλ. οἰκτίρω)· παρατ. ᾤκτειρον Στησίχ. 19· μέλλ. οἰκτερῶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. 6· ἀόρ. ᾤκτειρα Ἰλ. Αἰσχύλ. Πρ. 352, κ. ἀλλ.· Ἰων. οἴκτειρα Ἡρόδ. 3. 52. - Παθ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ξεν. Οἰκ. 7. 40, Σοφ. Ἠλ. 1412· - πρβλ. οἰκτειρέω. Λυποῦμαὶ τινα, αἰσθάνομαι οἶκτον διὰ τινα, μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Λ. 814., Π. 5, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., 7. 38, καὶ Ἀττ.· ἐλεεῖν καὶ οἰκτ. Πλάτ. Εὐθύδ. 288D· - οἰκτ. τινά τινος, λυποῦμαί τινα διὰ τι πρᾶγμα ἢ αἰτίαν, οἰκτείρω σὲ θεσφάτου μόρου Αἰσχύλ. Ἀγ. 1321, πρβλ. Ἱκέτ. 209, Elmsl εἰς Εὐρ. Μήδ. 1202· ὡσαύτως, οἰκτ. τινά τινος ἕνεκα Ξεν. Οἰκ. 2, 7· ἐπί τινι αὐτόθι 2, 4· - καὶ μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἀριστοφ. Σφ. 328, Ἀντιφῶν 121. 4. 2) μετ’ ἀπαρ., οἰκτ. νιν λιπεῖν, λυποῦμαι νὰ τὴν ἀφήσω, Σοφ. Αἴ. 652· οἰκτ. εἰ.., λυποῦμαι ὅτι.., Ξεν. Ἀν. 1. 4, 7.
Chinese
原文音譯:o„kte⋯rw 哀克帖羅
詞類次數:動詞(2)
原文字根:憐憫 相當於: (חַנּוּן) (רָחַם)
字義溯源:發憐憫,恩待;源自(οἰκτίρμων)X*=憐憫)。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字
同源字:1) (οἰκτείρω / οἰκτίρω)發憐憫 2) (οἰκτιρμός)慈悲 3) (οἰκτίρμων)慈悲的
出現次數:總共(2);羅(2)
譯字彙編:
1) 就恩待(1) 羅9:15;
2) 我要恩待(1) 羅9:15
Mantoulidis Etymological
(=λυπᾶμαι, συμπονῶ). Ἀπό τό οἰκτρός (=ἀξιοθρήνητος) πού παράγεται ἀπό τό οἶκτος (=λύπη, συμπόνια), ἀπό τό ἐπιφώνημα λύπης οἴ μέ ἐπέκταση ἑνός γ. Θέμα οἰκτ-ιρ-jω μέ ἐπένθεση ἑνός ι καί τό πρόσφυμα j → οἰκτίρρω → οἰκτίρω. Ὁ τύπος οἰκτίρω εἶναι ὁ πιό σωστός.
Παράγωγα: οἰκτιρμός, οἰκτίρμων, οἰκτιρμοσύνη, ἀνοικτιρμοσύνη.