οἰκτρόβιος

English (LSJ)

οἰκτρόβιον, leading a pitiable life, Paul.Al.N.3.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτρόβιος: -ον, ὁ διάγων βίον οἰκτρόν, οἴκτου ἄξιον, Παῦλ. Ἀλεξ. 4, Τζέτζ, εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13. Gaisf.

Greek Monolingual

οἰκτρόβιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που διάγει άθλιο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + -βιος (< βίος), πρβλ. λιτόβιος, μακρόβιος].

German (Pape)

kläglich lebend, Sp.