οἰστρηδόν

English (LSJ)

Adv. madly, Opp.H.4.142.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρηδόν: ἐπίρρ., μετὰ οἴστρου, ἐμμανῶς, Ὀππ. Ἁλ. 4. 142.

Greek Monolingual

οἰστρηδόν (Α)
με οίστρο, με μανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. κνκληδόν)].

German (Pape)

wie von der Bremse gestochen, wütend, Opp. Hal. 4.142.