οἰστρογενέτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, creator of frenzy, of Ἔρως, PMag.Par.1.1777.

Spanish

engendrador de locura

Greek Monolingual

οἰστρογενέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
(για τον Έρωτα) αυτός που προκαλεί μανία, παραφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + γενέτωρ.

Léxico de magia

engendrador de locura ref. a Eros σύ ... ἀϊδῆ, ἀσώματε, οἰ., τοξότα tú, invisible, incorpóreo, engendrador de locura, arquero P IV 1777