οἰχέομαι

English (LSJ)

= οἴχομαι (q.v.).

German (Pape)

οἴχομαι; praes. nur bei Leon.Tar. 90 (VII.273), οἰχεῦμαι, von einem Gestorbenen gesagt; die anderen tempp. s. unter οἴχομαι.

Russian (Dvoretsky)

οἰχέομαι: стяж. Anth. οἰχεῦμαι = οἴχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

οἰχέομαι: οἴχομαι, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

οἰχέομαι και οἰχεῡμαι (Α)
βλ. οίχομαι.

Greek Monotonic

οἰχέομαι: = οἴχομαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

οἰχέομαι. = οἴχομαι, Anth.]