οίχομαι

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α)
1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ.
β. «οἴχηται φεύγων» — έφυγε και χάθηκε
γ. «ὤχετ' εὐθὺς ἀπιών» — έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας
δ. «ἐκπέφευγ', οἴχεται φροῦδος» — έγινε άφαντος, εξαφανίστηκε, Αριστοφ.)
2. αναχωρώ για κάπου, απέρχομαι, αποχωρώ
3. καταστρέφομαι, αφανίζομαι (α. «ἡνίκ' ἢ σεσώσμεθα κείνου βίον σώσαντος, ἢ οἰχόμεοθ' ἅμα», Σοφ.
β. «σχετλία τάδε πάσχομεν ἄλγη, οἰχομένας πόλεως», Ευρ.)
4. ορμώ, σπεύδω με ταχύτηταἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῖο», Ομ. Ιλ.)
5. παρέρχομαι, περνώ («δίψης οἰχομένης», Γαλ.)
6. δεν υπάρχωαἰτία οἴχεται», Γαλ.)
7. (ευφημιστικά) έχω πεθάνει («ψυχὴ κατὰ χθονὸς ᾤχετο», Ομ. Ιλ.)
8. (ο ενεστ. οἴχομαι και ο πρτ. ᾠχόμην σχν. με σημ. παρακμ. και υπερσ., αντίστοιχα) έχω αναχωρήσει, ἔγινα ἀφαντος
9. (ο ενεργ. τ. του παρακμ. ᾤχωκα ή οἴχωκα) χάθηκα, καταστράφηκα, είμαι χαμένος
10. (η μτχ. αρσ. του ενεστ.) οἰχόμενος
α) (στον Ομ.) αυτός που βρίσκεται μακριά, απών
β) πεθαμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. οἴχομαι συνδέεται με αρμ. ēj «κατέρχομαι», ijavor «φιλοξενών, φιλοξενούμενος», λιθουαν. eiga «πορεία, βάδισμα», ενώ ο ενεστ. οἰχνέω συνδέεται με αρμ. iĵanem. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι το ρ. οἴχομαι ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας ei- του ρήματος εἶμι «πηγαίνω», με επίθημα δασύ ουρανικό σύμφωνο -χ- (πρβλ. τρύ-χ-ω, νή-χ-ω), δηλωτικό του ποιού ενέργειας του ρήματος. Ο ενεστ., εξάλλου, οἰχνέω έχει σχηματιστεί από το θέμα οἰχ- του οἴχομαι με ριζική επαύξηση -neu- (πρβλ. ὑπίσχομαι: ὑπισχνέομαι, κίω: κινέω). Η σύνδεση, τέλος, τών τύπων με τη λ. ἴχνος θεωρείται εξίσου αβέβαιη].