οἴδαξ

Greek (Liddell-Scott)

οἴδαξ: -ᾰκος, ὁ, (οἰδέω) = φήληξ, «τὰ δὲ οὔπω πέπειρα τῶν σύκων οἴδακες καλοῦνται παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ’ Ἀθηναίοις» Πολυδ. Ϛ΄, 81, Χοιροβ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 248.