οἴμημα

English (LSJ)

ὅρμημα, Id.

Greek Monolingual

οἴμημα, το (Α) οιμώ
(κατά τον Ησύχ.) «ὅρμημα».

German (Pape)

τό, zur Erkl. von οἶμα angenommen, Eust.