ὅρμημα

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅρμημα Medium diacritics: ὅρμημα Low diacritics: όρμημα Capitals: ΟΡΜΗΜΑ
Transliteration A: hórmēma Transliteration B: hormēma Transliteration C: ormima Beta Code: o(/rmhma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A sudden rush, swoop, onset, ἀετοῦ LXX De.28.49; of attacking troops, ib. 1 Ma.4.8, al.; of the fall of a stone, Apoc.18.21: pl., rapid movement, ὁρμήμασι νηός, = νηῒ ὁρμωμένη, Orac. ap. Ael.NA13.21.
2 = ὁρμή, impulse, incitement, motive, μηδ'.. ἡμῶν τι συνεργὸν μηδ' ὅ. Epicur.Nat.98 G., cf. Plu.2.452c; τὸ ὅ. μου my indignation, LXX Ho.5.10; θαλάσσης -ήματα, of the tides, Procl.Par.Ptol. 4.
II the earliest ex. is Ἑλένης ὁρμήματά τε στοναχάς τε Il. 2.356,590, where Ἑλένης is taken by Aristarch. ap. Sch.A as the objective gen., the cares (as if from ὁρμαίνω) and groans [of the Greeks] about Helen, i.e. caused by her; by the χωρίζοντες (ibid.) as the subjective gen., the searchings of heart and groans of Helen; the former view is more prob., but ὁ. may be from ὁρμάομαι and mean the rushes, struggles of war.

French (Bailly abrégé)

1ατος (τό) :
1 élan, entraînement, ardeur;
2 objet vers lequel on se porte avec ardeur;
NT: impulsion.
Étymologie: ὁρμάω.
2ατος (τό) :
lieu de mouillage.
Étymologie: ὁρμέω.

German (Pape)

τό, der Gegenstand des Strebens, ὅρμημα τῷ λογισμῷ καὶ ὄχημα τὸ πάθος προστιθέντες, Anreiz, Plut. de virt. mor. a.E. – Aber Ἑλένης ὁρμήματά τε στοναχάς τε, Il. 2.356, 590, wird verschieden erklärt, entweder das gewaltsame Unternehmen gegen die Helena, d.i. ihre Entführung, oder der Aufbruch, die Abreise der Helena aus Sparta nach Troja, oder die innern Bewegungen, der Gram der Helena, wofür das dabeistehende στοναχάς und die Erkl. der Vetera Lexica μέριμναι, φροντίδες am meisten spricht, oder endlich die Unternehmungen der Griechen um der Helena willen.

Russian (Dvoretsky)

ὅρμημα: ατος τό
1 побуждение, стимул (ὅ. τῷ λογισμῷ προστιθέναι Plut.);
2 стремительность, сила (οὕτως ὁρμήματι βληθήσεται Βαβυλών NT);
3 стремление, порыв, томление (τίσασθαι Ἑλένης ὁρμήματά τε στοναχαί τε Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὅρμημα: τό, ὁρμητικὴ κίνησις, ὁρμήμασι νηὸς = νηὶ ὁρμωμένη, Αἰλ. π. Ζ. 13. 21. 2) = ὁρμή, Πλούτ. 2. 452C· - αἴσθημα ζωηρὸν καὶ πλῆρες πάθους, Βυζ.· τὸ ὅρμ. μου, ἡ ἀγανάκτησίς μου, Ἑβδ. (Ὠσηὲ Ε΄, 10). - Ἡ λέξις πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν ἀμφισβητουμένῃ τινὶ φράσει, Ἰλ. Β. 356, 590, Ἑλένης ὁρμήματά τε στοναχάς τε, ἔνθα τὸ Ἑλένης λαμβάνεται ὑπό τινων τῶν παλαιῶν (μάλιστα ὑπὸ τοῦ Ἑνετ. Σχολ. Α καὶ Β) ὡς γενικ., ἀντικειμεν. οἱ πόθοι καὶ οἱ στεναγμοὶ [τῶν Ἀχαιῶν] διὰ τὴν Ἑλένην, ἢ οἱ ἀγῶνες [αὐτῶν] καὶ στεναγμοὶ πρὸς ἀνάκτησιν αὐτῆς· ἕτεροι δὲ ὡς γεν. ὑποκειμεν., οἱ πόθοι καὶ στεναγμοὶ τῆς Ἑλένης· ἴδε πλείονα ἐν Buttm. Lexil. ἐν λ., Gladstone, Hom. Stud. 3. 572.

English (Autenrieth)

ατος (ὁρμάω): pl., met., struggles, i. e. agonies and sorrows, Il. 2.356†.

English (Strong)

from ὁρμή; an attack, i.e. (abstractly) precipitancy: violence.

English (Thayer)

ὁρμηματος, τό (ὁρμάω), a rush, impulse: A. V. violence). (For עֶבְרָה outburst of wrath, an enterprise, venture, Homer, Iliad 2,356, 590, although interpreters differ about its meaning there (cf. Ebeling, Lex. Homer or Liddell and Scott, v.); that to which one is impelled or hurried away by impulse (rather, incitement, stimulus), Plutarch, mor. (de virt. mor. § 12), p. 452c.)

Greek Monotonic

ὅρμημα: -ατος, τό, = ορμή, υποκίνηση, παρόρμηση, Ἑλένης ὁρμήματά τε στοναχάς τε, οι πόθοι και οι στεναγμοί (των Ελλήνων), λέγεται για την Ελένη, ή, οι αγώνες και οι πόνοι τους για να την επανακτήσουν (όπου το Ἑλένης είναι γεν. αντικειμενική), σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὅρμημα, ατος, τό, = ὁρμή
stir, impulse, Ἑλένης ὁρμήματά τε στοναχάς τε longings and sighs [of the Greeks] for Helen, or, their struggles and sighs for her recovery (Ἑλένης being an objective gen.), Il.

Chinese

原文音譯:Órmhma 何而姆馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:衝(著)
字義溯源:攻擊,突然衝進,猛力,推動,想要;源自(ὁρμή)*=推動)。參讀 (ὁρμή)同源字
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 猛力(1) 啓18:21