οἶμα

From LSJ

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶμα Medium diacritics: οἶμα Low diacritics: οίμα Capitals: ΟΙΜΑ
Transliteration A: oîma Transliteration B: oima Transliteration C: oima Beta Code: oi)=ma

English (LSJ)

-ατος, τό, spring, rush, swoop, οἶ. λέοντος ἔχων Il.16.752; αἰετοῦ οἴματ' ἔχων 21.252; of a serpent, Q.S.6.201, etc.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
élan impétueux.
Étymologie: cf. οἴμη.

German (Pape)

τό, stürmischer Angriff; οἶμα λέοντος ἔχων, Il. 16.752, ἀετοῦ οἴματ' ἔχων, 21.252, d.i. wie ein Löwe od. Adler darauf losstürzend; Eust. erkl. es als zusammengezogen aus οἴμημα, vgl. aber οἴσω, οἴμη.

Russian (Dvoretsky)

οἶμα: ατος τό стремительность, натиск (λέοντος, αἰετοῦ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

οἶμα: τό, = οἴμημα, ὅρμημα, Λατ. impetus, οἶμα λέοντος ἔχων Ἰλ. Π. 752· αἰετοῦ οἴματ’ ἔχων, ἔχων τὴν ὁρμήν, τὴν ὁρμητικὴν ἔφοδον τοῦ ἀετοῦ, Φ. 252· ἐπὶ ὄφεως, Κόϊντ. Σμυρν. 6. 201, κτλ. (Πιθ. ὡς τὰ οἴμη, οἶμος, ἐκ τοῦ εἶμι ibo.)

English (Autenrieth)

ατος (οἴσω, φέρω): spring, swoop. (Il.) οἰμάω (οἶμα), aor. οἴμησε: dart upon, swoop after, Il. 22.308, Od. 24.538.

Greek Monolingual

οἶμα, οἴματος, τὸ (Α)
βίαιη εφόρμηση, έφοδος («αἰετοῦ οἴματ' ἔχων μέλανος τοῦ θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλα με το ουσ. οἶμα μαρτυρείται στον 'Ομηρο ο αόρ. οἰμῆσαι, που προϋποθέτει την ύπαρξη ρήματος οἰμάω. Η ανώμαλη παραγωγή του ρήματος αυτού από το θ. της ονομ. του οἶμα και όχι από το θ. της γεν. οἰματ- οδήγησε στην υπόθεση ότι το ρ. οἰμάω έχει παραχθεί από ένα αμάρτυρο ουσ. οἶσμοςοἴμη). Το ουσ. αυτό θα αντιστοιχούσε ακριβώς με αβεστ. aēšma- «οργή, θυμός» και θα μπορούσε να συνδεθεί με αρχ. ινδ. isyati, isnāti και αβεστ. išyeiti «κινούμαι, σπρώχνω» (πρβλ. ιαίνω, ιερός). Ο τ. επίσης θα μπορούσε να συνδεθεί με λατ. ira «οργή, θυμός» (πιθ. < eisā), πρβλ. επίσης οἶστρος και ὀϊστός. Κατ' άλλους, τέλος, η λ. οἶμα και το ρ. οἰμάω συνδέονται με τη λ. οἶμος «δρόμος, οδός»].

Greek Monotonic

οἶμα: -ατος, τό, = ὅρμημα, Λατ. impetus, οἶμα λέοντος ἔχων, με ορμή λιονταριού, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰετοῦ οἴματ' ἔχων, με την αρπακτικότητα, ορμή του αετού, στο ίδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: fit of anger, attack, rage, of a lion and an eagls (Il.), of a snake (Q. S.).
Derivatives: Aor. οἰμῆσαι to ṗlunge, to dash forth, said of birds of prey and of people compared to birds of prey (Χ 140, 308, 311, ω 538), fut. οἰμήσουσι (Orac. ap. Hdt. 1, 62; of θύννοι), with οἴμημα ὅρμημα H. A supposed but unattested pres. *οἰμάω seems, like the ο-vowel, to presuppose a noun *οἶμος or *οἴμη (beside orig. *εἶμα n.), cf. Bechtel Lex. s. v. w. lit. and Porzig Satzinhalte 281; after Sütterlin Denom. 8, 29 (s. also Schwyzer 725 n. 9) and Shipp Studies 77 however irregularly built from οἶμα.
Origin: IE [Indo-European] [299] *h₃eis- move quickly (h₃ uncertain).
Etymology: Prob. with Bezzenberger BB 4, 334, Sommer Lautst. 35 from *οἶσμα to Av. aēšma- m. anger (would be Gr. *οἶ[σ]μος; cf. above), which is put as primary noun to an Indo-Ir. verb put in quick movement, urge forward (e.g. pres. Skt. íṣ-yati, Av. iš-yeiti; cf. on ἰαίνω); here then, a.o., also Lat. īra anger. Cf. ὀϊστός, οἶστρος. -- WP.1, 106f., Pok. 299f., W.-Hofmann s. īra; everywhere w. further forms a. rich lit. On Illyr. names connected Krahe Beitr. z. Namenforsch. 4, 118ff.

Middle Liddell

οἶμα, ατος, τό,
= ὅρμημα, Lat. impetus, οἶμα λέοντος ἔχων with the spring of a lion, Il.; αἰετοῦ οἴματ' ἔχων with the swoop of an eagle, Il.

Frisk Etymology German

οἶμα: {oĩma}
Grammar: n.
Meaning: stürmischer Angriff, Anfall, Wut, von einem Löwen und einem Adler (Il.), von einer Schlange (Q. S.).
Derivative: Daneben der Aorist οἰμῆσαι losfahren, losstürmen, von Raubvögeln und mit Raubvögeln verglichenen Menschen (Χ 140, 308, 311, ω 538), Fut. οἰμήσουσι (Orac. ap. Hdt. 1, 62; von θύννοι), mit οἴμημα· ὅρμημα H. Ein mutmaßliches aber unbelegtes Präs. *οἰμάω scheint, ebenso wie der ο-Vokal, ein Nonnen *οἶμος oder *οἴμη (neben urspr. *εἶμα n.) vorauszusetzen, vgl. Bechtel Lex. s. v. m. Lit. und Porzig Satzinhalte 281; nach Sütterlin Denom. 8, 29 (s. auch Schwyzer 725 A. 9 und Shipp Studies 77 dagegen unregelmäßig von οἶμα gebildet.
Etymology: Wohl mit Bezzenberger BB 4, 334, Sommer Lautet. 35 aus *οἶσμα zu aw. aēšma- m. Zorn (wäre gr. *οἶ[σ]μος; vgl. oben), das als primäres Nomen zu einem indoir. Verb in eilige Bewegung setzen, vorwärts drängen (z.B. Präs. aind. íṣ-yati, aw. -yeiti; vgl. zu ἰαίνω) gestellt wird; hierher u.a. dann auch lat. īra Zorn. Vgl. ὀϊστός, οἶστρος. — WP.1, 106f., Pok. 299f., W.-Hofmann s. īra; überall m. weiteren Formen u. reicher Lit. Über hierhergezogene illyr. Namen Krahe Beitr. z. Namenforsch. 4, 118ff.
Page 2,362

Mantoulidis Etymological

(-ατος) τό (πιθ. οἶσμα: ὁμόρρ. τοῦ οἶστρος. Κατά μερικούς συγγενεύει μέ τά οἴμη, οἶμος) (=ἔφοδος, ἐξόρμηση).